Kostis Palamas//Κωστής Παλαμάς

palamas

Orphic Hymn

Beyond the minds of the thoughtless
functionary and orphic hymnist
I bring back the hymn
of an ancient light worship
as my thought run to it now
a river stashed away
the people’s buzzing but a surprise
to the rhythm of my guitar
that during the night I start to climb
the difficult to reach mountain top
first I wish to hail the Apollonian light
while down where people live
sleep and darkness still prevail
Ὀρφικὸς Ὕμνος
Έξω απὸ τους δρόμους των ἀστόχαστων,
λειτουργὸς και ψάλτης ὀρφικός,
έναν ύμνο ξαναφέρνω
μιας λατρείας πανάρχαιας προς το φως.
Έτρεξε ως τα τώρα ο λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμὸς
ξάφνισμα στο βούισμα των ἀνθρώπων
της κιθάρας μου ο ρυθμός.
Νύχτα ξεκινώ, νύχτ᾿ ανεβαίνω
τη δυσκολανέβατη κορφὴ
θέλω μόνος, θέλω πρώτος
τ᾿ ἀπολλώνιο φως να χαιρετίσω,
ἐνώ κάτου στους ἀνθρώπους
θα είν᾿ ἀκόμα ο ύπνος και το σκότος.
Motionless Life
And for the temple I struggled to create
a statue on this rock: my body,
to place it naked, and to spend my life
to spend my life and never die

and I created it. And people, latest worshipers
before the wooden statues badly dressed
felt the thrill of anger and fear’s shiver
and saw the statue and I as combatants.

And they thrashed the statue and sent me to exile.
And to the foreign lands I led my steps
yet before it I offered a strange sacrifice
I dug a hole and deep into it I buried my statue.

And I whispered to it: “unseen spend your days
along with the roots and ancient ruins,
until your time comes, invincible flower that you are
even temple longs to dress your godly nakedness!”

And with his wide open mouth and voice of a prophet
the hole spoke: “No temple, nor depth, nor light, alas.
For here, for there, nowhere your flower, oh, master craftsman!
Let it for ever vanish in the un-rummaged hole.

It may never have its time! Yet if it appears
let the temple shine filled by the people’s statues
immaculate the statues and the all-great sculptors
come back, a phantasm, during the night of the tombs!

Today’s day came early, tomorrow’s will be late
the dream won’t rescue you, the dawn you wish will never coma
with the longing of immortality you can’t reach, stay,
a hunter of the cloud, Praxiteles of the shadow.

The present and tomorrow’s things, snares and seas, all
tools of your drowning and tricky visions
farther from your glory, single violet in the garden
and you will wither, you better learn, and you will die.”

And I answered: “Let me wither and let me die!
Creator I also am with all my mind and all my heart
let the tomb consume my flesh, perhaps my fast passing
through worthy is more than all the immortal.”

Η ασάλευτη ζωή
Και τ᾿ άγαλμα αγωνίστηκα για το ναὸ να πλάσω
στην πέτρα τη δική μου απάνω,
και να το στήσω ὁλόγυμνο, και να περάσω,
και να περάσω, δίχως να πεθάνω.
και το ῾πλασα. Κ᾿ οι ἄνθρωποι, στενοὶ προσκυνητάδες
στα ξόανα τ᾿ ἄπλαστα μπροστὰ και τα κακοντυμένα,
θυμοῦ γρικῆσαν τίναγμα και φόβου ἀνατριχάδες,
κ᾿ είδανε σαν ἀντίμαχους και τ᾿ αγαλμα κ᾿ εμένα.
Και τ᾿ άγαλμα στα κύμβαλα, κ᾿ ἐμὲ στην ἐξορία.
Και προς τα ξένα τράβηξα το γοργοπέρασμά μου
και πριν τραβήξω, πρόσφερα παράξενη θυσία
έσκαψα λάκκο, κ᾿ έθαψα στὸ λάκκο τ᾿ άγαλμά μου.
Και του ψιθύρησα: «Άφαντο βυθίσου αὐτοῦ και ζῆσε
με τα βαθιὰ ριζώματα και με τ᾿ ἀρχαία συντρίμμια,
όσο που νάρθ᾿ η ώρα σου, αθάνατ᾿ άνθος είσαι,
ναὸς να ντύση καρτερεῖ τη θεία δική σου γύμνια!»
Και μ᾿ ένα στόμα διάπλατο, και με φωνὴ προφήτη,
μίλησ᾿ ο λάκκος: «Ναὸς κανείς, βάθρο ούτε, φώς, του κάκου.
Για δώ, για κει, για πουθενὰ το ἄνθος σου, ώ τεχνίτη!
Κάλλιο για πάντα να χαθή μέσ᾿ στ᾿ άψαχτα ενὸς λάκκου.
Ποτὲ μην έρθ᾿ η ώρα του! Κι αν έρθη κι αν προβάλη,
μεστὸς θα λάμπη και ο ναὸς απὸ λαὸ αγαλμάτων,
τ᾿ αγάλματα αψεγάδιαστα, κ᾿ οι πλάστες τρισμεγάλοι
γύρνα ξανά, βρυκόλακα, στη νύχτα των μνημάτων!
Το σήμερα είτανε νωρίς, τ᾿ αύριο αργὰ θα είναι,
δέ θα σου στρέξη τ᾿ όνειρο, δε θάρθ᾿ η αὐγὴ που θέλεις,
με τον καημὸ τ᾿ αθανάτου που δεν το φτάνεις, μείνε,
κυνηγητὴς του σύγγνεφου, του ίσκιου Πραξιτέλης.
Τὰ τωρινὰ και τ᾿ αυριανά, βρόχοι και πέλαγα, όλα
σύνεργα του πνιγμού για σε και οράματα της πλάνης
μακρότερη απ᾿ τη δόξα σου και μία του κήπου βιόλα
και θα περάσης, μάθε το, και θα πεθάνης!»
Κ᾿ εγὼ ἀποκρίθηκα: «Άς περάσω κι άς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ εγὼ μ᾿ όλο το νου και μ᾿ όλη την καρδιά μου
λάκκος κι άς φάη το πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ αθάνατα όλα
μπορεῖ ν᾿ αξίζει πιο πολὺ το γοργοπέρασμά μου».

~Κωστή Παλαμά, μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
Kostis Palamas
Kostis Palamas (Greek: Κωστής Παλαμάς; 13 January 1859 – 27 February 1943) was a Greek poet who wrote the words to the Olympic Hymn. He was a central figure of the Greek literary generation of the 1880s and one of the cofounders of the so-called New Athenian School (or Palamian School, or Second Athenian School) along with Georgios Drosinis, Nikos Kampas, Ioanis Polemis.
Born in Patras, he received his primary and secondary education in Mesolonghi. In 1880s, he worked as a journalist. He published his first collection of verses, the “Songs of My Fatherland”, in 1886. He held an administrative post at the University of Athens between 1897 and 1926, and died during the German occupation of Greece during World War II. His funeral was a major event of the Greek resistance: the funerary poem composed and recited by fellow poet Angelos Sikelianos roused the mourners and culminated in an angry demonstration of a 100,000 people against Nazi occupation.
Palamas wrote the lyrics to the Olympic Hymn, composed by Spyridon Samaras. It was first performed at the 1896 Summer Olympics, the first modern Olympic Games. The Hymn was then shelved as each host city from then until the 1960 Winter Olympics commissioned an original piece for its edition of the Games, but the version by Samaras and Palamas was declared the official Olympic Anthem in 1958 and has been performed at each edition of the Games since the 1960 Winter Olympics.
The old administration building of the University of Athens, in downtown Athens, where his work office was located, is now dedicated to him as the “Kosti Palamas Building” and houses the “Greek Theater Museum”, as well as many temporary exhibitions.
He has been informally called the “national” poet of Greece and was closely associated with the struggle to rid Modern Greece of the “purist” language and with political liberalism. He dominated literary life for 30 or more years and greatly influenced the entire political-intellectual climate of his time. Romain Rolland considered him the greatest poet of Europe and he was twice nominated for the Nobel Prize for Literature but never received it. His most important poem, “The Twelve Lays of the Gypsy” (1907), is a poetical and philosophical journey. His “Gypsy” is a free-thinking, intellectual rebel, a Greek Gypsy in a post-classical, post-Byzantine Greek world, an explorer of work, love, art, country, history, religion and science, keenly aware of his roots and of the contradictions between his classical and Christian heritages.

Κωστής Παλαμάς

Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 – Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με το Νίκο Καμπά και το Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής. Επίσης, είχε σπουδάσει και ως θεατρικός παραγωγός της ελληνικής λογοτεχνίας
Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα, και ασχολούμενων με τη θρησκεία. Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη “Παλαμαία Σχολή” και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Ο θείος του Ανδρέας Παλαμάς υπήρξε πρωτοψάλτης και υμνογράφος, τον οποίο ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει στα “Διηγήματά” του (Β’ έκδοση, 1929, σελ. 200). Ο Μιχαήλ Ευσταθίου Παλαμάς (αδελφός του Ανδρέα) και ο Πανάρετος Παλαμάς ήταν ασκητές. Ο Δημήτριος Ι. Παλαμάς, επίσης θείος του Κωστή, ήταν ψάλτης και υμνογράφος στο Μεσολόγγι.
Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας, το μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και το μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875 σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.
Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, μιμούμενος τα πρότυπα της εποχής του, “ποίημα για γέλια”, όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: “Σ΄ αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ΄ αστράπτον βλέμμα /Μη – μ΄ απεκρίθης – μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον /…”.
Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα και το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιρροές της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με το χαρακτηρισμό “λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα”. Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα “Μεσολόγγι”. Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες “Ραμπαγάς” και “Μη χάνεσαι”. Οι τρεις φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές, που τους αποκαλούσαν περιφρονητικά “παιδαρέλια” ή ποιητές της “Νέας Σχολής”.
Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε τη συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Το 1898, μετά το θάνατο του γιου του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση “Ο Τάφος”. Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι “Ίαμβοι και Ανάπαιστοι” (1897), “Ασάλευτη Ζωή” (1904), “ο Δωδεκάλογος του Γύφτου” (1907), “Η Φλογέρα του Βασιλιά” (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.

Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. Τρία χρόνια πριν τη γέννηση του Παλαμά στο ίδιο σπίτι γεννήθηκε η μεγάλη Ιταλίδα πεζογράφος Ματθίλδη Σεράο.
Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές (1926, 1927, 1928, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1935, 1936, 1937, 1938 και 1940).[3] Ανάμεσα σε αυτούς που πρότειναν τον Παλαμά για το βραβείο υπήρξε και ο νικητής του 1916 Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον Χάιντενσταμ, ο οποίος πρότεινε τον Παλαμά τρεις φορές (1928, 1930 και 1935).[4]
Σήμερα “τιμής ένεκεν” φέρεται αφιερωμένη στο όνομά του μεγάλη αίθουσα εκθέσεων του πολυχώρου Τεχνόπολις στην Αθήνα.
Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Την επιμέλεια της επανέκδοσης των έργων του μετά το θάνατό του ανέλαβε ο γιος του Λέανδρος Παλαμάς επίσης ποιητής και κριτικός της λογοτεχνίας.

Ποιητικό έργο

Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στο Δωδεκάλογο του Γύφτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα, όταν επεκράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα ενώ υποχώρησε και το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.
Οι δύο πρώτες του συλλογές, Τραγούδια της πατρίδος μου και Τα μάτια της ψυχής μου είχαν ακόμα απηχήσεις του ρομαντισμού της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας. Η πρώτη σημαντική στάση στο έργο του ήταν η συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), κυρίως για την ανανεωμένη μετρική της, με την εναλλαγή ιαμβικού και αναπαιστικού ρυθμού (ο ίδιος επισήμανε ότι παρακινήθηκε από την μετρική του Κάλβου), αλλά και για την εκφραστική λιτότητα και σαφήνεια. Το επόμενο έργο του, ο Τάφος (1898), αποτελείται από ποιήματα – μοιρολόγια για τον θάνατο του γιου του Άλκη. Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή (1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης του. Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά (αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες (συναποτελούν την ενότητα “Μεγάλα οράματα”) και η ενότητα σονέτων Πατρίδες.
Η κορυφαία έκφραση της “λυρικής σκέψης” του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, την αρχαιότητα, το βυζάντιο και όλες τις πατρίδες, αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.
‘Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β’ (“Βουλγαροκτόνου”) στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή τη σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.
Μετά τις μεγάλες συνθέσεις επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες με τις συλλογές Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες εξέδωσε και τα σατιρικά ποιήματά του (Σατιρικά γυμνάσματα). Στις επόμενες συλλογές του γενικά δεν παρουσιάστηκε κάτι νέο στην ποιητική του εξέλιξη, παρά μόνο στις τελευταίες, Ο κύκλος των τετράστιχων (1929) και Οι νύχτες του Φήμιου(1935) αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα τετράστιχα ποιήματα.

Η σχέση με το δημοτικισμό

Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα. Το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου- Δημ. Βερναρδάκη, το 1882. Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής), στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου. Μια μόλις μέρα αφ’ ότου το διάβασε, έγραψε το άρθρο “Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη” εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις ακρότητες του συγγραφέα. Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη. Συνεργαζόταν με το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ στο λογοτεχνικό (και αργότερα και στο κριτικό) έργο χρησιμοποιούσε τη δημοτική, ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να συντάσσει τα επίσημα έγγραφα σε αυστηρή καθαρεύουσα. Όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του, στην φιλολογική του εργασία ήταν “μαλλιαρός” και στην υπηρεσία του “αττικιστής απ’ την κορφή ως τα νύχια”. Η επίσημη θέση του, όπως ήταν φυσικό, δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με την υποστήριξη στο δημοτικισμό. Βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο επιθέσεων, ειδικά κατά τα “Ευαγγελικά” (1901) και τα “Ορεστειακά” (1903). Παρά ταύτα ο ίδιος δε δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι ο δημοτικισμός ήταν η αρετή του (1908).
~www.wikipedia.org

George Seferis//Γιώργος Σεφέρης

Image

FIRES OF ST JOHN

Our fate, spilled lead, it can’t be altered
you can do nothing about it.
They spilled the lead in the water pitcher under the stars
and let the fires burn.

If you stand naked before the mirror at midnight
you see
you see the man moving through the mirror’s depth
your destined man, who will rule your body
in loneliness and in silence, the man
of loneliness and silence
and let the fires burn.

At the hour when one day ends and the other hasn’t commenced
at the hour when time is stopped
you need to find the man
who now and from the very beginning ruled your body
you must search for him, so that someone else may find him
when you are dead.

It’s the children who light the fires and yell before the fires
in the hot night
(Was there ever a fire not started by a child,
oh, Herostratus)
and they throw salt in the flames to sparkle it
(How strange the houses suddenly stare at us
the crucibles of men, when the gleam of fire
falls on them).

But you who met with the stone’s grace on the sea-whipped rock
the evening when stillness came
you heard from afar the human voice of solitude and silence
in your body
that night of St John
when all the fires went out
and you studied the ashes under the stars.

ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ ΓΙΑΝΝΗ
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ’ αστέρια κι
ας ανάβουν οι φωτιές.

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα
βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά
το κορμί σου
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.

Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε
το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα `χεις πεθάνει.

Είναι παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
κάποιο παιδί, ώ Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα τις φλόγες για να πλαταγίσουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια
τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).

Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο
θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αϊ Γιάννη
όταν έσβησαν όλες τις φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.
~George Seferis-Collected Poems, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2012

http://www.libroslibertad.ca
http://www.authormanolis.wordpress.com

GEORGE SEFERIS-COLLECTED POEMS//Translated by MANOLIS ALIGIZAKIS

Image

MYTHISTOREMA

VIII

But what are they after, our souls, traveling
on the decks of decayed ships
crowded with pallid women and crying babies
incapable of forgetting themselves neither with the flying fish
nor the stars pointed by the tips of the masts.
Rubbed by gramophone records
unwillingly dedicated to inexistent pilgrimages
murmuring broken thoughts from foreign languages.

But what are they after, our souls, traveling
on rotten ships
from harbour to harbour?

Shifting broken stones, breathing
the coolness of pine with greater difficulty each day
swimming in the waters of this sea
and that sea
without a sense of touch
without people
in a homeland that is no longer ours
nor yours.

We knew that the islands were beautiful
somewhere, perhaps around here where we grope
a bit lower or slightly higher
a very tiny space.

Η’

Μα τί γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

Μα τί γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλασσιά ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.

Το ξέρουμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.

~Γιώργου Σεφέρη-Ποιήματα, μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη, Βραχείες Λίστες Κρατικών
Βραβείων Λογοτεχνίας, 2012
~George Seferis-Collected Poems, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2012
short-listed for the National Literary Awards, 2012

Tasos Livaditis-Selected Poems/Τάσου Λειβαδίτη Εκλεγμένα Ποιήματα

Tasos Livaditis_Vanilla

ΑΥΤΟ ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ

Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.

Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε. Τί έχεις αγόρι;
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινοέφερνα το παιδικό κοντύλι
είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες
ακόμα
όταν τη νλύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου ελίπανε τα
μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα
δεν είτανε κανείς. Κάπου όμς μες στον κόσμο είταν η
καρδιά σου που χτυπούσε.

Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά — θυμάσαι ; — μου
άπλωσες τα χέρια σου τόσο τρυφερά
σαν να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια
με γνώριζες. Γιατί πριν μπείς ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

THIS STAR IS FOR ALL OF US

When I was a child and my mother would see me sad
she would lean down and ask. What is it my boy?
I wouldn’t talk. I would only look behind her shoulder
at a world without you.
And as I would go back and forth with the pencil
it was as if I learned to write songs for you.
When I would touch the wet glass of the window it was
because you were late
when at night I would gaze the stars it was
because I missed your eyes
and when my doorbell rang and I opened
no one was there. However somewhere in the world
your heart was beating.

I’ve lived this way. Always.
And when we first met—you remember?—you
opened your arms ever so tenderly
as though you had known me for years. But of course
you knew me. Because before you came to my life
you had lived in my dreams
my beloved.

Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα/ Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
Tasos Livaditis-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis

George Seferis-Collected Poems/Γιώργου Σεφέρη-Άπαντα

George Seferis_cover

ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ

Ο μεγαλύτερος ήλιος από τή μιά μεριά

κι από τήν άλλη τό νέο φεγγάρι

απόμακρα στή μνήμη σάν εκείνα τά στήθη.

Ανάμεσό τους χάσμα τής αστερωμένης νύχτας

κατακλυσμός τής ζωής.

Τ’ άλογα στ’ αλώνια

καλπάζουν καί ιδρώνουν

πάνω σέ σκόρπια κορμιά.

Όλα πηγαίνουν εκεί

καί τούτη η γυναίκα

πού τήν είδες όμορφη, μιά στιγμή

λυγίζει δέν αντέχει πιά γονάτισε.

Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες

καί γίνονται άστρα.

Παραμονή τής μακρύτερης μέρας.

SUMMER SOLSTICE

 

The grandest sun on one side

and on the other the new moon

distant in my memory like those breasts.

Between them the chasm of the star filled night

deluge of life.

The horses on the threshing floors

gallop and sweat

over scattered bodies.

Everything goes that way

and this woman

whom you saw when she was beautiful suddenly

bends, cannot endure, kneels.

The millstones grind up everything

and turn them into stars.

Evening before the longest day.

ΜετάφρασηΜανώληΑλυγιζάκη/Translated by Manolis Aligizakis

Yiannis Ritsos-Selected Poems/Γιάννης Ρίτσος-Εκλεγμένα Ποιήματα

Image

Μικρή πρόσκληση

Έλα στίς φωτεινές ακρογιαλιές—μουρμούριζε μόνος—

εδώ πού γιορτάζουν τά χρώματα—κοίτα—

εδώ πού δέν πέρασε ποτέ η βασιλική οικογένεια

μέ τίς κλειστές καρότσες καί τούς επίσημους αποσταλμένους.

Έλα, δέν κάνει νά σέ δούν—έλεγε—

είμαι ο λιποτάχτης τής νύχτας

είμαι ο διαρρήκτης τού σκοταδιού

έχω γεμάτο τό πουκάμισό μου καί τίς τσέπες μου ήλιο.

Έλα—μού καίει τό στήθος καί τά χέρια.

Έλα νά σού τόν δώσω.

Έχω καί κάτι νά σού πώ

πού δέν κάνει ούτε εγώ νά τό ακούσω.

An Invitation

Come to the luminous beaches – he murmured to himself –

here where the colors celebrate – look –

here where the royal family never passed

with their closed carriages and official emissaries.

Come, – it is not good if they see you – he would say –

I am the deserter of the night

I am the burglar of darkness

I have filled my shirt and my pockets with sun.

Come – it burns my hands and my chest.

Come let me give it to you.

And I have something to tell you

that even I cannot hear.

 Αναλογίες

Θολά τ’ αστέρια μές στή στέρνα,

η στέρνα μές στή μέση τής παλιάς αυλής,

σάν τόν καθρέφτη τής κλεισμένης κάμαρας.

Γύρω στή στέρνα κάθονται τά περιστέρια,

άκρη-άκρη στό φεγγάρι οι ασβεστωμένες γλάστρες,

γύρω-γύρω στήν πληγή μας τά τραγούδια μας.

 Proportions

The stars are muddy in the cistern,

the cistern in the middle of the old yard,

like a mirror of the closed room.

The doves sit around the cistern,

whitewashed flowerpots sit end-to-end in the moon,

around and around our wound: our songs.

~Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη/Translation Manolis Aligizakis

http://www.ekstasiseditions.com

~

Runoff/Χείμαρος

runoff

Runoff

 

Where are you running little creek?

 

The shiny rocks asked—

 

I have been cold in agony waiting

for the lone cloud and its misty dress,

I’m going to the great ancestor

where I and you do not exist where in

wholeness I shall melt to become

a whiff of air pasted on the lips of today

turning to a wish in the heart of a young

lover who gazes the stars and longs for

his beloved the creek answered running off—

 

I’m going to meet the great Ocean.

Χείμαρος

Για πού βιαζεσαι μικρό ρυακάκι;

 

οι γυαλιστερές πέτρες ρώτησαν—

 

Μέσα στο κρύο έζησα περιμένοντας

την ολοδρόσερη του σύνεφου πνοή

μα τώρα φούρια έχω και επείγομαι

το μέγα πρόγονο να φτάσω εκεί

που δεν υπάρχει εσύ κι εγώ

εκεί θα λυώσω και θα γίνω τ’ αγέρα

χάδι στα χείλη του σήμερα, ευχή

του ερωτευμένου που τ’ αστέρια κοιτά

και την καλή του αναζητά

απάντησε ο γελαστός χείμαρος—

 

πάω να συναντήσω το μέγα Ωκεανό.

 

~Painting by Brian Buckrell/Πίνακας του ζωγράφου Brian Buckrell

~Poetry by Manolis Aligizakis/Ποίηση Μανώλη Αλυγιζάκη

~From the book “MYTHOGRAPHY”/Από το βιβλίο “ΜΥΘΟΓΡΑΦΙΑ”

http://www.libroslibertad.ca  2012