Tasos Livaditis//Τάσος Λειβαδίτης

cover

ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ νύχτα ήταν ακόμα φτωχός, “Κύριε” του λέω
φυσικά δεν είχα άλλους συγγενείς κι έπρεπε να τον φροντίσω
“είμαι ο νέος συγκάτοικος” είπε, για να μη δείξει πως ξέρει,
σήκωσα τότε με ταπεινοφροσύνη την πέτρα και την ακούμπησα
απαλά, μη μας το πάρει ο αέρας, «σε περιμένει η Μαρία» του λέω
μα εκείνη στεκόταν λυπημένη πίσω του, γιατί δε θα γνώριζε ποτέ
το Θεό, αφού τον έφερνε κιόλας μέσα της κι όταν φάνηκαν οι τρεις
γυναίκες τους έδειξα τον τάφο, απ’ όπου έβρισκε πάντα τον τρόπο
να βγαίνει, είχαν αρχίσει, μάλιστα, να μυρίζουν τα ροδόδεντρα
και στη στροφή του δρόμου, πάνω απ’ τη σπασμένη στάμνα,
η μικρή υπηρέτρια δεν έκλαιγε πια.
Αυτό ήταν το πρώτο θαύμα.
THE FIRST night he was still poor “Sir” I told him since
of course I had no other relatives I had to take care of him “I am
the new roommate” he said just to conceal that he knew; then
with humility I raised the rock and I placed it down softly that
the air wouldn’t blow it away “Maria is waiting for you” I said
to him but she sorrowfully stood behind him because she would
never get to know God since she already carried Him inside her
and when the three women appeared I showed them the tomb from
where he always knew how to escape in fact the rhododendrons
had bloomed and at the turn of the road over the broken pitcher
the young servant girl wasn’t crying anymore.
This was the first miracle.
~Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Tasos Livaditis-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis
http://www.libroslibertad.ca

Tasos Livaditis//Τάσος Λειβαδίτης

cover

 

Ο ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ πυρετός των δρόμων, οι μεγάλες απόπνοιες απ’
τις πυρκαγιές,
και πάλι παλιές διηγήσεις, ενώ το ήρεμο αδράχτι των γυναικών
οδηγούσε μυστικά τις ώρες. Κανείς δε μας αναγνώρισε όταν γυρί-
σαμε,
καθίσαμε κι εμείς μες στην ανωνυμία μας, σαν τον ξυλοκόπο
μες στη συγνώμη των δέντρων, ώσπου σιγα σιγά μας ξέχασαν,
δεν είχαμε ούτε όνομα, ούτε προσδοκία. Όπως τ’ αγάλματα είναι
αθάνατα,
συντηρώντας μια θνητή μας ώρα.

 

THE ENDLESS fever of the roads the strong smell emitted

 

by conflagrations
and again the old stories, while the women’s serene spindle
secretly guided the hours. Nobody recognized us when we
returned
so we dwelled in our anonymity like the lumberjack
in the forgiveness of the trees until slowly they forgot of us:
we had neither name nor expectation. Like the statues that are
immortal and
they preserve our mortal hour.
~Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Tasos Livaditis-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis
http://www.libroslibertad.ca
http://www.authormanolis.wordpress.com

Tasos Livaditis//Τάσος Λειβαδίτης

cover

ΕΚ ΠΡΩΤΗΣ όψεως, βέβαια, όλοι φαίνονται απροσδόκητα
ενώ αυτό που φοβόμαστε έχει γίνει από καιρό, κι ήτανε μέσα μας,
κι εμείς το πηγαίναμε στην επικίνδυνη ώρα και συχνά σταματού-
σες στη μέση της σκάλας, γιατί ποιός ξέρει πού είναι το άλλο
σκαλοπάτι, ιδιαίτερα το βράδυ καθώς διάβαινες τις άδειες κάμα-
ρες, σου `πεφτε πάντα κάτι απ’ τα χέρια, σαν να `θελε να ξαναγυ-
ρίσει, και τότε, όπως γονάτιζες να το βρεις, συναντούσες τον
άλλον
αφού κάθε κίνηση μας προδίνει, κι ένα άλλο ποτήρι σηκώνεις
απ’ αυτό που πήγαινες, προτίμησα, λοιπόν, να σωπάσω, μα όταν
μες στο σκοτάδι χτύπησαν μεσάνυχτα, όλο το σπίτι ράγισε άξαφνα,
και τότε, στο βάθος του διαδρόμου, το είδαμε που πέρασε εντελώς
καθαρά.
AT FIRST glance of course everything seem to be unexpected
while what we’ve feared had already taken place and was inside us
and we carried it to the dangerous hour and often you would stop
in the middle of the stairs because, who knows where was the next
step; especially in the night as you walked through the empty rooms
something always fell off your hands as if wanting to return and
then as you’d kneel to find it you would meet the other man
since every gesture gives us up and you carry a different
glass from the one you wanted, I therefore chose to keep silent;
but when in darkness midnight struck suddenly the whole
house shook and then at the end of the hallway we saw him
as he quite clearly walked by us.
~Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Tasos Livaditis-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis

http://www.libroslibertad.ca
http://www.authormanolis.wordpress.com
http://www.amazon.com
http://www.amazon.kindle.com
http://www.smashwords.com

George Seferis//Γιώργος Σεφέρης

George Seferis_cover

ΣΤΡΟΦΗ

Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι
Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα του μυστικού δείπνου
Στιγμή σπυρί της άμμου,
που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Υδρα
στο ουράνιο περιβόλι

STROPHE

Moment sent by a hand
that I had so much loved
you reached me almost at dusk
like a black dove
The road shone before me
soft breath of sleep
at the end of a secret feast
Moment grain of sand
that you alone kept
the tragic clepsydra whole
silent as though it had seen Hydra
in the heavenly orchard

Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ

Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες πρός το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς
κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί
κι είχες στο νου σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό
μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός

THE SADDENED GIRL

On the stone of patience
you sat at dusk
with the black of your eye
showing how you hurt
And on your lips you had
a line naked and shivering
as the soul spins
and sobs plead
and in your mind the tune
that starts a tear
and you were a body that from its edge
returns to its fruit
but your heart’s anguish
didn’t sob but turned into
a meaning given to the world
by the star filled sky

ΑΡΝΗΣΗ

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ όνομα της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή
Με τι καρδιά με τι πνοή
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή

DENIAL

On the secluded seashore
white like a dove
we thirsted at noon
but the water brackish
On the golden sand
we wrote her name
when the sea breeze blew
the writing vanished
With what heart with what spirit
what desire and what passion
we led our life what a mistake
so we changed our life

“George Seferis-Collected Poems” translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2012, ~Finalist at the Greek National Literary Awards, category translation.

Νίκος Χουλιαράς

1484735_572781182796300_1883774974_n

Τα ποιήματα στο δρόμο (Νίκος Χουλιαράς)
[…]
Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια – όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
[…]
Από το κείμενο Τα ποιήματα στο δρόμο του Νίκου Χουλιαρά (δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)
Ακούστε το κείμενο όπως το διάβασε ο Ηλίας Κουτσούκος τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010 (εκπομπή «Αλιείς Μαργαριταριών» του 102fm της ΕΡΤ3)
Υ.Γ.: Ευχαριστώ τη Λένα Παπαθανασίου που μου δώρισε το κείμενο αυτό για τα φετινά μου γενέθλια. Το απόσπασμα του κειμένου του Νίκου Χουλιαρά καθώς και το αρχείο ήχου από την εκπομπή της ΕΡΤ3 φιλοξενούνται στις σελίδες της Λέσχης Ανάγνωσης της Άνω Τούμπας στη Θεσσαλονίκη

http://www.thepoetsiloved.wordpress.com

MANOLIS ANAGNOSTAKIS–ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

93119261_134154321279
ΔΡΟΜΟΙ ΠΑΛΙΟΙ

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή.

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου
κι εγώ.

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε.

OLD STREETS

Old streets that I loved and I hated forever
where I walked under the shade of houses
inescapable nights of the return and the city: dead.

I discover my insignificant presence in every corner
wishing that at some time I meet you: lost ghost of my passion
and I.

As I, forgotten and idocile walked holding a flickering spark
in my wet palms.

And I walked in the night and I knew no one
and no one and no one knew me.

~Mετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη//Translated by Manolis Aligizakis

Γιάννη Ρίτσου-Εκλεγμένα Ποιήματα/Yannis Ritsos-Selected Poems

Ritsos_front large

ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ

Αργά τη νύχτα, που αραιώνει η κίνηση των δρόμων
κ’ οι τροχονόμοι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους, αυτός
δεν ξέρει πια τι να κάνει, κοιτάει απ’ το παράθυρο κάτω
την τζαμαρία του μεγάλου καφενείου, χνωτισμένη
απ’ τους ατμούς της αυπνίας, κοιτάει τα γκαρσόνια
φασματικά, διαθλασμένα, ν’ αλλάζουν πίσω απ’ το ταμείο,
κοιτάει τον ουρανό με τις φαρδειές λευκές οπές, απ’ όπου
διακρίνονται οι τροχοί του τελευταίου λεωφορείου. Κ’ ύστερα
αυτό το “τίποτ’ άλλο, τίποτ’ άλλο”. Μπαίνει μέσα
στην ολόγυμνη κάμαρα, ακουμπάει το μέτωπό του
στον ώμο του δικού του αγάλματος (ψηλότερο απ’ το φυσικό)
νιώθοντας τη δροσιά του πρωινού πάνω στο μάρμαρο, ενώ,
κάτω στο προαύλιο με τις σπασμένες πλάκες, οι φύλακες
μαζεύουν τους κομμένους σπάγγους απ’ τα δέματα των εξορίστων.

TOWARD DAWN

Late at night when the traffic slows down
and the traffic wardens leave their posts he
doesn’t know what to do anymore; from his window
he looks down at the big glass of the cafe front steamed up
by the breathing of sleeplessness; he looks at the
spectral, refracted waiters changing clothes behind the cash;
he looks at the sky with its wide white holes
discerning in them the wheels of the last bus. And then
that: “nothing else, nothing else.” He enters
the totally empty room; he leans his forehead
on the shoulder of a statue resembling him (unnaturally taller)
feeling the freshness of morning on the marble while
down in the courtyard with the broken flagstones the guards
gather and cut strings of the packages of the exiled.

~Γιάννη Ρίτσου-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Yannis Ritsos-Selected Poems/translated by Manolis Aligizakis

 

 

 

Tasos Livaditis-Selected Poems/Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα

35774-tl

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΧΡΗΣΗ

     Βέβαια, όλα αυτά ήταν κάπως θολά, ίσως μάλιστα κι ανεξήγητα

γι’ αυτούς πού σηκώνουν μ’ έμφαση τό ποτήρι τους πάνω απ’ τό

τραπέζι, χωρίς νά βλέπουν ποιός τό κρατά, ώσπου σιγά σιγά, η

καθημερινή χρήση μάς κάνει θνητούς, έτσι προσπαθούσα πάντα νά

κοιτάζω αλλού όταν χτυπούσε τό κουδούνι, κι όταν ύστερα όλα

ησύχασαν, ήταν αργά, πού είναι ο οικοδεσπότης, γιατί κρύβεται,

     ακούμπησα στό τραπέζι γιά νά μήν πέσω, ύστερα μέ κεφάλι

σκυφτό άνοιξα τήν πόρτα κι ακολούθησα τό δρόμο μου.

     Καί τά βράδυα, στό δείπνο, τούς άκουγα νά διηγούνται τίς ιστο-

ρίες τους, αποσιωπώντας μέ τρόμο τό σκοτεινό, απόμακρο έξω —

εκεί πού είχαμε ζήσει.

DAILY USE

      Of course, all these were somehow vague, perhaps even inexplicable

for the ones who raise their glass emphatically over the table, without

seeing who holds it, until, slowly the everyday use makes us mortal

thus I always tried to look elsewhere when the doorbell rang and when

all got quietened, where is the host, why is he hiding,

     I leaned on the table that I wouldn’t fall; then bowing my head

I opened the door and followed my path.

     And at night, dinner time, in horror I listened to them narrating

their stories that in a way silenced the dark, remote outside—there

wherewehadlived.

Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα/μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

Tasos Livaditis-Selected Poems/translated by Manolis Aligizakis

Summer autumn 2014, www.libroslibertad.ca

www.authormanolis.wordpress.com

Yannis Ritsos-Selected Poems/Γιάννη Ρίτσου-Εκλεγμένα Ποιήματα

ritsos front cover

Τελική συμφωνία

Όταν η βροχή χτύπησε το τζάμι με τόνα της δάχτυλο,

το παράθυρο άνοιξε προς τα μέσα. Στο βάθος

ένα άγνωστο πρόσωπο, ένας ήχος—η δική σου φωνή;

Η φωνή σου δυσπιστούσε στ’ αυτί σου. Την άλλη μέρα

ο ήλιος κατηφόριζε στα χωράφια, σα μια κάθοδος

αγροτών με δρεπάνια και δικράνια. Βγήκες κ’ εσύ στο δρόμο

φωνάζοντας, χωρίς να ξέρεις τί φωνάζεις,

σταματώντας μια στιγμή μ’ ένα χαμόγελο κάτω απ’ τη φωνή σου

σαν κάτω απ’ τη ρόδινη, ολόφωτη ομπρέλα μιας γυναίκας

που σεργιάνιζε μπρος στο κικλίδωμα του πάρκου.

Εκεί αναγνώρισες απρόοπτα πως αυτή είταν η σωστή σου φωνή

σύμφωνη μ’ όλες τις ανύποπτες φωνές που γέμιζαν τον αέρα.

Final Agreement

When the rain struck the window with one of its fingers

the window opened inward. Deep inside

an unknown person, a sound – your voice?

Your voice distrusted your ear. The next day

the sun went down the fields, like a descent of farmers

with scythes and pitchforks. You too went out to the street

yelling not knowing about what you were yelling,

stopping for a moment with a smile under your voice

as if under the rosy, fully illuminated umbrella of a woman

sauntering along the railing of the park.

There suddenly you recognized that this was your true voice

in agreement with all the unsuspecting voices filling the air.

Γιάννη Ρίτσου-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

Yannis Ritsos-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis

www.ekstasiseditions.com

Tasos Livaditis-Short Stories/Τάσος Λειβαδίτης-Μικρές Ιστορίες

35774-tl

                             A COMMON ROOM

     I was going up the stairs for a while, an old woman with a black

 hood opened the door, “everyone has died here, she says to me,

for this whatever you say won’t be heard”, then I saw someone crawling

under the sofa, “what is he looking for?” I asked, “Christ, she says to me,

will come a few more times”, the woman started to read the cards

I was scared when I saw her hand pointing at me, “you will miss

your path many a time”, she says to me, “how can I miss it, I say,

I’m crippled, I don’t walk, someone else pulls the cart”, “still, you’ll

miss it”, “you are a whore, I say to her, and you disturb me, a holy man

—and you, if no one wants you why do you tease me?”, “I don’t tease

you, it’s the candle that flickers”, I felt sorry for her, “I know you,

I say to her, in fact it’s possible that we lived together long time ago”,

the time was exactly seven o’clock, I look at my watch and it showed

the same time, “now she’ll start again” I thought in despair, and

the old woman with slow steps went and locked the door.

                          ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΚΑΜΑΡΑ

     Ανέβαινα απ’ ώρα τή σκάλα, μού άνοιξε μιά γριά μέ μιά μαύρη

σκούφια, “εδώ έχουν πεθάνει πολλοί, μού λέει, γι αυτό ό,τι κι άν

πείς δέν ακούγεται”, τότε είδα κάποιον πού σερνόταν κάτω απ’ τόν

καναπέ, “τί ψάχνει;” ρώτησα, “ο Χριστός, μού λέει, θά `ρθει κι

άλλες φορές”, η γυναίκα έριχνε τά χαρτιά, τρόμαξα καθώς είδα τό

χέρι της ν’ ανεβαίνει, “θά χάσεις πολλές φορές τό δρόμο” μού λέει,

“μά πώς θά τόν χάσω, τής λέω, εγώ είμαι ανήπηρος καί δέν περ-

πατάω, άλλος σέρνει τό καροτσάκι”, “κι όμως θά τόν χάσεις” μού

λέει, “είσαι μιά πουτάνα, τής λέω, νά μέ ταράζεις άγιον άνθρωπο

—κι εσύ, αφού κανένας δέ σέ θέλει, γιατί κουνιέσαι;”, “δέν κουνιέ-

μαι εγώ, μού λέει, τό καντήλι τρέμει”, τήν λυπήθηκα, “σέ ξέρω,

τής λέω, δέν αποκλείεται, μάλιστα, νά `χουμε ζήσει πολύν καιρό

μαζί”, η ώρα ήταν επτά ακριβώς, κοίταξα τό ρολόι μου κι έδειχνε

κι εκείνο τό ίδιο, “τώρα αρχίζει” σκέφτηκα μέ απόγνωση, κι η

γριά μέ συρτά βήματα πήγε καί μαντάλωσε τήν πόρτα.

Tasos Livaditis-Short Stories/Translated by Manolis Aligizakis

Τάσος Λειβαδίτης-Μικρές Ιστορίες/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

www.libroslibertad.ca