ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι πατούχες γελαστά πλατσούριζαν
στα πηγαδάκια τα γιομάτα ζωή
κι η μάνα παραπέρα σκυφτή —
μανάδες πάντοτες σκυφτά
του πόνου πίναν το κρασί —
μάζευε πεταλίδες και κοχύλια
κι ο σύντροφος του πεπρωμένου μου
αδερφός της ξεγνιασιάς μου
έξυπνα πίσω απ’ τα καβούρια με χέρι
επιδέξιο και σβέλτο τ’ άρπαζε πριχού
γοργά κρυφτούν σε κώχες και μικρές σπηλιές
μονάχα τα καβούρια που γνωρίζουν
κι ήταν οι μέρες μίσους
που ο πατέρας στην εξορία έτρεχε
απ’ των δοσίλογων τα νύχια να γλυτώσει
κι από νωρίς της πίκρας το ψωμί γευτήκαμε
κι από νωρίς που ντροπαλά
σάν τα κλαριά τεντώσαμε το μάκρος,
σάν δυό πουλιά πριχού
τήν ώρα μας που ανδρειωθήκαμε
EARLY YEARS
Laughing benevolence our soles
splashed into small water pools
filled by moving life
and further away our mother stooped,
mothers always stooped drank bitterness,
and collected sea snails and abalone
my brother, my Fate’s choice
moved his hand swiftly to grab
the little crab before it took refuge
in the crevasse only a crab could see
and we lived in fear for our father was
in a land unknown to our little world,
exiled, away from the pangs of the police
informants: such was our luck
that early in life we tasted
the bitter orphan water
yet like tree branches we stretched our limbs
against the elements
and like birds prematurely we grew wings
THE MEDUSA GLANCE, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2017